αδοκίμαστος

αδοκίμαστος
-η, -ο (Α ἀδοκίμαστος, -ον) [δοκιμάζω]
νεοελλ.
1. αυτός που δεν δοκιμάσθηκε, που δεν εξετάσθηκε ή δεν ελέγχθηκε
2. που δεν πέρασε από δοκιμασίες, από βάσανα
αρχ.
1. αυτός που δεν υποβλήθηκε στην προβλεπόμενη από τους νόμους δοκιμασία (για την εκλογή σε αξίωμα, για την εγγραφή σε ειδικούς καταλόγους κ.λπ.)
2. αυτός που δεν εξασκήθηκε, ανάσκητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀδοκίμαστος — not approved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδοκίμαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε δοκιμάστηκε: Ως υπάλληλος είναι νέος και αδοκίμαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδοκιμάστως — ἀδοκίμαστος not approved adverbial ἀδοκίμαστος not approved masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοκίμαστον — ἀδοκίμαστος not approved masc/fem acc sg ἀδοκίμαστος not approved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοκιμάστους — ἀδοκίμαστος not approved masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοκιμάστων — ἀδοκίμαστος not approved masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοκίμαστα — ἀδοκίμαστος not approved neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδοκίμαστοι — ἀδοκίμαστος not approved masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… …   Dictionary of Greek

  • αβασάνιστος — η, ο (Α ἀβασάνιστος, ον) [βασανίζω] 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, σε δοκιμασία, ανεξέλεγκτος, ανερεύνητος, αδοκίμαστος, ανεξέταστος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα (ταλαιπωρίες, στενοχώριες κ.λπ.), ο αταλαιπώρητος (στα αρχ. το επίρρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”